Ας πάψει η σπέκουλα περί απαγόρευσης της Χρυσής Αυγής!


Σημειώνει ο Δημήτρης Γιαννακόπουλος 
Απόλυτα συμφωνώ με τον καθηγητή του Συνταγματικού Δικαίου Νίκο Αλιβιζάτο, ως προς το ότι «το ισχύον Σύνταγμα αποκλείει το ενδεχόμενο να απαγορευθεί πολιτικό κόμμα, ακόμη με ειδικό νόμο (παρόμοιο π.χ. με τον διαβόητο α.ν. 509/1947) [ και επίσης πως] «η απαγόρευση της Χρυσής Αυγής με νόμο θα ήταν αλυσιτελής. Διότι οι βουλευτές της, ελλείψει ειδικής συνταγματικής διάταξης για την αυτοδίκαιη έκπτωσή τους (αντίστοιχης με το άρθρο 58 παρ. 6 των Συνταγμάτων της δικτατορίας), δεν θα έχαναν τη βουλευτική τους.......
ιδιότητα. Τούτο σημαίνει ότι θα μπορούσαν να συνεχίσουν το «θεάρεστο» έργο τους και να κατέλθουν στις επόμενες εκλογές με άλλο όνομα, χωρίς καν να χρειαστεί να χρίσουν υποψηφίους τις γυναίκες ή τα παιδιά τους (όπως συνέβη προ ετών στην Τουρκία) [από Καθημερινή].
Ας πάψει, λοιπόν, η σπέκουλα περί απαγόρευσης της Χρυσής Αυγής, που έρχεται ουσιαστικά να διασκεδάσει την ανοχή, αν όχι έμμεση υποστήριξη από την κυβέρνηση και άλλα όργανα του κράτους, των νεοναζιστικών στάσεων  - ακόμη και συμπεριφορών σε κάπες περιπτώσεις - και ας επικεντρωθούμε στον αποκλεισμό του νεοναζισμού στη βάση, στο επίπεδο της καθημερινής ζωής.
Δεν συμφωνώ, ωστόσο, με τον κ. Αλιβιζάτο πως η έννομη τάξη της Ελλάδας είναι επαρκής για την αντιμετώπιση της ναζιστικής βίας. Οι διατάξεις του κοινού ποινικού μας δικαίου παρουσιάζουν πρόβλημα «configuration», δηλαδή απουσιάζει κάτι για να αποκτήσουν αυτοί λειτουργικότητα ως ενιαίο σύστημα αποκλεισμού νεοναζιστικών συμπεριφορών και αποθάρρυνσης καλλιέργειας ναζιστικών στάσεων στην ελληνική διοίκηση και κοινωνία .
Με άλλα λόγια, προτείνω (ξανά) την θεσμική θωράκιση με μια ενιαία «αντιναζιστική» νομοθεσία που ασφαλώς θα ενσωματώνει ως κανόνα δικαίου  το πνεύμα της εγκυκλίου του εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, σύμφωνα με το οποίο η βουλευτική ιδιότητα δεν προσφέρει ασυλία ως προς την αυστηρή εφαρμογή του νόμου, εγείροντας ακόμη και ζήτημα ηθικής αυτουργίας για την ηγεσία της ΧΑ σε κάποιες περιπτώσεις σχεδιασμένων εγκληματικών ενεργειών. Όλα αυτά όμως χρειάζονται σαφή αντιναζιστική και αντιφασιστική στόχευση, στο πλαίσιο ενός ενιαίου πλαισίου δικαίου που ασφαλώς θα αυστηροποιεί τα άρθρα 187 και 310 του Π.Κ., όπως και τον αντιρατσιστικό ν. 927/1979, σε συνδυασμό με το άρθρο 39 παρ. 4 του ν. 2910/1991, περί αυτεπάγγελτης δίωξης των αξιόποινων πράξεων που αυτός ορίζει.
Πέραν αυτού, δεν συμφωνώ απολύτως με την αντίληψη που καλλιεργεί ο κ. Αλιβιζάτος ως προς τις ηθικές και πολιτικές διαστάσεις της βίας με ιδεολογικοπολιτικά κίνητρα: « Υπάρχει καλή και κακή βία; Και αν ναι, ποιο είναι το κριτήριο της διάκρισης; Η ιδεολογία όσων την υποστηρίζουν; Το αν αυτή βλάπτει πολλούς ή λίγους; Το αν τους βλάπτει σοβαρά ή όχι; Ή μήπως τα κίνητρα όσων τη μετέρχονται;», διερωτάται ο καθηγητής και αποφαίνεται: «θεωρώ ότι η συζήτηση αυτή δεν έχει νόημα».  
Αντίθετα, εγώ θεωρώ πως επ’ αυτού θα πρέπει να επιμείνουμε, για να βγάλουμε ουσιαστικό νόημα ως προς το τι πράγματι συμβαίνει σήμερα στην ελληνική κοινωνία και στο πολιτικό σύστημα. Ποιές είναι και από προέρχονται οι απειλές εναντίον του ελληνικού αστικού φαινομένου, που σε κρίσιμο βαθμό συμπίπτουν με του κινδύνους για την συνοχή της ελληνικής κοινωνίας. Αυτή η συζήτηση δε έκλεισε μια για πάντα με την απολύτως αφαιρετική, άκρως υποκριτική  και θεοσοφική ή φιλοσοφική παραδοχή του αστικού καθεστώτος: πως σε ένα κράτος δικαίου, η βία είναι καταδικαστέα, απ’ οπουδήποτε και αν προέρχεται!
Τι συμβαίνει σε περιπτώσεις κρίσεων και κρατικής ή/και υπερεθνικής βίας με τη μορφή «σοκ και δέους», όπως λαμβάνει αυτή χώρα σήμερα στην Ελλάδα, στο πλαίσιο εφαρμογής του προγράμματος της τρόικας; Σε μια δημοκρατική τάξη που απορρυθμίζεται με πράξεις της νόμιμης κυβέρνησης, του κοινοβουλίου, ακόμη και μέσω δικαστικών πορισμάτων/αποφάσεων που δίνουν εξαιρετικό νόημα στη νομιμότητα στο πλαίσιο μιας κατάστασης εκτάκτου ανάγκης – υποστηρίζοντας δηλαδή την μεταβολή της Ελληνικής Δημοκρατίας σε καθεστώς εκτάκτου ανάγκης -ανοίγει ή όχι, εκ νέου και αντικειμενικά, η συζήτηση για την έννοια της πολιτικής βίας; Τι συμβαίνει εκεί όπου η Δημοκρατία, κάνει βήματα προς τα πίσω, όπως προανήγγειλε ο κ. Παπανδρέου και εφαρμόζει πιστά ο κ. Σαμαράς, στο πλαίσιο μιας στρατηγικής που διευκολύνει την εφαρμογή των μνημονίων με την τρόικα στην πράξη;  
Εδώ δεν έχουμε, ασφαλώς,  εφαρμογή της αστικής αρχής: οι δημοκρατίες αυτοκαταργούνται αν ανέχονται άλλα μέσα πολιτικής δράσης, εκτός από την ψήφο των πολιτών και από την άσκηση των δικαιωμάτων που αναγνωρίζει κάθε φιλελεύθερη και δημοκρατική έννομη τάξη! Εδώ, βιώνουμε την υπόθεση αντίστροφα. Σαφώς αντιστρόφως, με την Δημοκρατία, πρώτα αυτή, ως καθεστώς νομιμότητας και πολιτικής νομιμοποίησης, να αυτοκαταργείται, μερικώς τουλάχιστον αλλά αναμφισβήτητα – έτσι όπως, μεταξύ άλλων, και η δική μου γραφή έχει δείξει παραστατικώς σε ό, τι αφορά στην διασάλευση τόσο της εσωτερικής μας, όσο και της ευρωπαϊκής νομιμότητας, στο πλαίσιο εφαρμογής του «ατομικού μηχανισμού σωτηρίας».
 Όταν λοιπόν η Αστική Δημοκρατία αυτοκαταργείται, έστω και μετρικώς και «προσωρινώς», στο πλαίσιο  ενός καθεστώτος εκτάκτου ανάγκης, τότε δεν παρουσιάζει κρίση η συνάρτηση του Κράτους Δικαίου με τα υποκείμενα του, που εμφανίζεται ως υπέρτατη αρχή αστικής οργάνωσης, προκαλώντας ηθικά και πολιτικά για ένα διαφορετικό νόημα περί (πολιτικής) βίας; Δεν έχουμε κρίση στο νόημα της βίας, αυτής καθ’ εαυτής; Να μην συζητήσουμε για αυτήν τη σημαντική μεταβολή στο νόημα της πολιτικής βίας και πώς αυτή επηρεάζει μια πλειάδα μεταβλητών που επιδρούν δραματικά καί στο νόημα της ψήφου των πολιτών, όπως και σε αυτό που συναρθρώνεται με την άκρως προβληματική άσκηση των δικαιωμάτων, τα οποία αναγνωρίζονται γενικά στο πλαίσιο της φιλελεύθερης και δημοκρατικής έννομης τάξης, η οποία έτσι χάνει την ουσία της;
Μα, αυτό είναι ακριβώς σήμερα το κρίσιμο ζήτημα για την Αστική Ελληνική Δημοκρατία: η αυτοπροσβολή της, ο αυτοπεριορισμός της, ο αυτό-ευνουχισμός της, που γεννά βία, καθώς όλη η διαδικασία είναι μια μορφή άσκησης ακραίας κρατικής βίας για συμμόρφωση σε όρους που σαφώς αντιφάσκουν με το δημοκρατικό νόημα της ψήφου των πολιτών, ασφαλώς με την λαϊκή κυριαρχία και με την πλήρη απόλαυση των δικαιωμάτων που «αναγνωρίζει κάθε φιλελεύθερη και δημοκρατική έννομη τάξη»! Ας μην γενικεύουμε λοιπόν, και ας περιορίσουμε το ζήτημα της πολιτικής βίας στην δράση του νεοναζισμού, η οποία έχει σαφή χαρακτηριστικά, τα οποία δεν πρέπει να συγχέονται με την συγκυριακή κοινωνική αντίδραση στην κρατική βία. Αυτό είναι ένα άλλης τάξεως πρόβλημα, που μπορεί και πρέπει να αντιμετωπιστεί εξειδικευμένα, λαμβάνοντας υπόψιν πως δεν είναι η οικονομική κρίση που τροφοδότησε τον νεοναζισμό, αλλά η πολιτική/κυβερνητική στάση και συμπεριφορά κυρίως της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ, με την ταύτισή τους πλέον στο νεοφιλελεύθερο άκρο των σκληρών, αντικοινωνικών, αυταρχικών πολιτικών. Η διαδικασία (κοινωνική, πολιτική, νομική) για την αποτροπή της αναβίωσης ενός ανεξέλεγκτου φασισμού στην Ελλάδα θα δώσει τελικά εμμέσως πλην σαφώς και το σύγχρονο νόημα περί πολιτικής βίας. Οι θεσμοί και η εφαρμογή τους μιλούν την πραγματική πολιτική γλώσσα, ενώ όλα τα υπόλοιπα αφορούν στο νομιμοποιητικό γαρνίρισμα και σε μικροπολιτικές εντυπώσεις.
Το «μυστικό», ωστόσο, της ανάπτυξης της Αστικής Δημοκρατίας είναι μάλλον αυτό που αρθρώνεται στο συμπέρασμά μου, με την άποψή μου, η οποία δίχως να διεκδικεί την μορφή του κανόνα, καταλήγει να υποστηρίζει παράλληλα τον οντολογικό και λειτουργικό κανόνα (νόμο) των Δημοκρατικών Καθεστώτων στον καπιταλισμό: οι δημοκρατικοί θεσμοί δεν λειτουργούν συνεκτικά και αποτελεσματικά, και δεν ευδοκιμούν μακροχρονίως, εάν δεν συνοδεύονται από ένα ισχυρό και σύγχρονο αντιφασιστικό κίνημα. Σε διαφορετική περίπτωση το δημοκρατικό οικοδόμημα, αν δεν είναι φενάκη, είναι κτισμένο στην άμμο, ενώ εξυπηρετεί αποκλειστικά τις συγκυριακές ανάγκες της καπιταλιστικής συσσώρευσης.