Στα παλιά λεωφορεία...

 Γράφει ο Σχολιαστής
 
Παλιά τα λεωφορεία είχαν δυο πόρτες.
Από την πίσω έμπαινες, για να πληρώσεις τον εισπράκτορα και από την εμπρός έβγαινες.
Όσοι έμπαιναν από την αφετηρία εξασφάλιζαν μια θέση καθημένου.
Από τις στάσεις επιβιβαζόντουσαν οι όρθιοι.
Όσοι έμπαιναν πρώτοι έπιαναν το χώρο από την μέση μέχρι την έξοδο και απολάμβαναν την ......άνεση και την ευάερη μετακίνηση.
Από την μέση και πίσω στριμωχνόντουσαν οι επιβάτες και πιεζοντουσαν να χωρέσουν όλο και περισσότεροι για να εξυπηρετηθούν.
Όταν το πράγμα έφτανε στο μη περαιτέρω, ως από μηχανής θεός, ο εισπράκτορας έβαζε μια φωνή…’’ να προχωρήσουν οι πρώτοι άδειο είναι το λεωφορείο μπροστά’’.
Με βαριά καρδιά οι πρώτοι έκαναν μισό βηματακι, οι πιο συνεπείς και σώφρονες.
Οι υπόλοιποι έκαναν ότι δεν άκουσαν.
Τότε ο εισπράκτορας άφηνε το ταμείο και πήγαινε μπροστά να τους μετακινήσει έναν -  έναν για να πάρουν μια ανάσα και οι πίσω που είχαν γίνει σαν παστές σαρδέλες.
Αν την ιστορία αυτή την μεταφέρετε στην σημερινή κοινωνία μας θα δείτε τις εξής ομοιότητες.
Αυτοί που δεν θέλουν να αλλάξει τίποτα είναι οι βολεμένοι.
Δεν είναι υποχρεωτικό να είναι πλούσιοι.
Δεν είναι υποχρεωτικό να είναι συντηρητικοί ή οπισθοδρομικοί.
Είναι απλά βολεμένοι, δηλαδή, τελματωμένοι, αμετακίνητοι.
Πολλοί εξ αυτών μάλιστα ανήκουν στον ‘’προοδευτικό’’ χώρο.
Δεν έχει να κάνει.
Το βόλεμα τους είναι ότι έμαθαν σε μια καλοπέραση που δεν θέλουν να χάσουν.
Είναι αυτοί που μεγάλωσαν σε σπιτικά με την λογική ότι η πατρίδα, το κράτος, η πολιτεία, η κοινωνία, το έθνος ολόκληρο και σύμπας ο πλανήτης τους χρεωστάει.
Είναι όσοι έμαθαν μόνο να ζητούν χωρίς να δίνουν ποτέ τίποτα.
Είναι εκείνοι που ερμηνεύουν την δημοκρατία ως ασυδοσία, την ελευθερία ως  μπάχαλο και την δικαιοσύνη ως ατιμωρησία.
Είναι οι συμπολίτες μας που τα περιμένουν όλα από τους άλλους  χωρίς οι ίδιοι να κάνουν το παραμικρό.
Μια κατηγορία κακομαθημένων, από σπίτι και πολιτικό σύστημα, που τόσα χρόνια τους χάιδευε τ’ αυτιά και τους έκανε τα χατίρια.
Τους περνούσε τις τάξεις στο σχολειό, τους λούφαρε στο στρατό, τους εξασφάλιζε μόνιμη θέση σε μια κρατική δουλειά, τους δικαιολογούσε τις κοπάνες, την αδιαφορία τους, την ανικανότητα τους, την άγνοια τους, την αναποτελεσματικότητα τους.
Λαθρα βιώνοντες και εις βάρος όλων μας έφτασαν να θεωρούν την παρανομία και την ανηθικότητα τους ως κεκτημένο, νόμιμο, αγαθό που δίκαια αποκόμισαν  με την ανυπαρξία τους.
Είναι σαν κι αυτούς τους άφωνους αοιδούς της πίστας που ωθώντας και ωθούμενοι σιάχνουν ένα ονοματάκι και θεωρούν εαυτούς καλλιτέχνες.
Έτσι και οι βολεμένοι έφτασαν μετά τόσα χρόνια να θωρούν εαυτούς ως υποδειγματικούς πολίτες και νοικοκυραίους που έχουν να λαβαίνουν απ’ όλο τον κόσμο.
Και μόνο η απόπειρα να τους εξηγήσεις πέφτει στο κενό.
Εμείς δουλεύουμε. Εμείς πληρώνουμε. Εμάς μας κρατανε.
Ότι και να τους πεις έχουν έτοιμη την στερεοτύπη απάντηση του στενόμυαλου καλοπερασάκια που αρνείται να αντικρύσει την πραγματικότητα.
Υπάρχει, λέτε, κάποιος εισπράκτορας  να τους πάρει από το χέρι να τους βγάλει από το βούρκο του εαυτουλισμου τους ;